- συγχρονιστικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συγχρονισμό2. αυτός που συμβάλλει στον συγχρονισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < συγχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρηγ. Γ. Παπαδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγχρονιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συγχρονισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)